εξοδιαστικός

εξοδιαστικός
ἐξοδιαστικός, -ή, -όν (Μ) [εξοδιαστής]
1. αυτὸς που ανήκει στη νεκρώσιμη ακολουθία («ἐξοδιαστικὸν ἆσμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξοδιαστικόν
η νεκρώσιμη ακολουθία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”